Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Το άκουσες αυτό;

 

«Το άκουσες αυτό;»

Απολογισμός προγράμματος

Όταν χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι οι άνθρωποι του Φεστιβάλ και έχουν κάτι να προτείνουν, πάντα λέμε ναι, γιατί ξέρουμε, πως μια νέα αχτίδα φωτός έρχεται να λαμπρύνει τούτο τον ξεχασμένο τόπο.  Αυτή τη φορά η πρόταση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους αφορούσε ένα τριήμερο εργαστήρι, με τίτλο: «Το άκουσες αυτό;» που θα είχε ως θέμα του ιστορίες με νεράιδες από την ευρύτερη περιοχή, το οποίο θα υλοποιούσε η κοινωνική ανθρωπολόγος-ερευνήτρια και καλλιτέχνιδα Ευδοκία Νούλα, που πριν από λίγο καιρό είχε ολοκληρώσει το ίδιο πρόγραμμα για το Ίδρυμα Ωνάση, με τη στήριξη του Δήμου Ζαχάρως.

Έτσι λοιπόν το Γυμνάσιο  Ζαχάρως έγινε το πρώτο σχολείο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στο οποίο οι μαθητές αναζήτησαν, κατέγραψαν, επεξεργάστηκαν και ανέλυσαν ιστορίες με νεράιδες που αφορούν το συλλογικό ασυνείδητο, την τοπική προφορική παράδοση και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά.

Με την καθοδήγηση της κας Ευδοκίας Νούλα, τα παιδιά που συμμετείχαν, ηχογράφησαν τις ιστορίες που είχαν καταγράψει αρχικά, συζήτησαν και ανέλυσαν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, τις αιτίες και τις αξίες, ενώ την τρίτη μέρα επισκέφθηκαν τη λίμνη του Καϊάφα για να κάνουν ηχο-παρατήρηση και να μπορέσουν να ερμηνεύσουν την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει αυτές τις ιστορίες.

Ευχαριστούμε πολύ την κα Νούλα, που υλοποίησε αυτό το τριήμερο εργαστήρι στο σχολείο μας και μας βοήθησε να ανακαλύψουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένα ξεχασμένο κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού μας και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς μας, που μέσα του κρύβει αρχέτυπα σύμβολα, αξίες και κώδικες ενός πανάρχαιου πολιτισμού.

Επίσης θέλω προσωπικά να ευχαριστήσω τα παιδιά που ενδιαφέρθηκαν, ερεύνησαν και κατέγραψαν αυτές τις ιστορίες και ακόμη περισσότερο τους κυρίους και τις κυρίες που μας τις εμπιστεύθηκαν και μας βοήθησαν να διασώσουμε μαζί με τις υπέροχες αφηγήσεις τους και τα πλούσια στοιχεία της τοπική μας διαλέκτου, που μεταφέρονται αυτούσια κατά την απομαγνητοφώνηση και αποδεικνύουν περίτρανα της αξία της ντοπιολαλιάς μας, που κάποια στιγμή πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εμβριθούς γλωσσολογικής έρευνας.

Παραθέτω ακολούθως τις ιστορίες των μαθητών, καθώς επίσης και το ηχητικό αρχείο, με επιλεγμένα αποσπάσματα από το σύνολο των καταγραφών. 

Πανωραία Μακρή

Πρόγραμμα: «Το άκουσες αυτό;»

Συντονίστρια: Ευδοκία Νούλα

Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Πανωραία Μακρή

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:

Βλάμης Κωνσταντίνος,

Βλασσοπούλου Κωνσταντίνα,

Γιαννοπούλου Νικολία,

Ζωγόπουλος Γεώργιος,

Κοκκώνη Βασιλική-Μαρία,

Κρανίτη Ιωάννα,

Μανιάτη Ευγενία,

Μανώλη Ακριβή,

Πάππου Λυδία-Αικατερίνη,

Τριγάζη Έλενα.

Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο:

Βλασσόπουλο Κωνσταντίνο

και τις κυρίες:

Θάνου Ευδοξία(πρεσβυτέρα),

Δημητροπούλου Φωτεινή,

Καμπανά-Γουργούλη Γαρουφαλλιά

Καραπαναγιώτη Αικατερίνη,

Κίκου Ελένη,

Μπαλαδήμα-Μανώλη Μαρία,

Νικολοπούλου Αιμιλία     

            και       

Σταματοπούλου Παναγιώτα.

 

 Ιστορίες με νεράιδες και ξωτικά

Η πρεσβυτέρα Ευδοξία Θάνου αφηγείται στην εγγονή της Βασιλική Κοκκώνη.

Την ιστορία που θα σας διηγηθώ την έχω ακούσει από τη γιαγιά μου και έχει γίνει στο χωριό μου, στην Κοντοβάζαινα Αρκαδίας και έχει σχέση με νεράιδες. Ήταν κάποιος θρύλος που ακουγόταν όταν ήμασταν μικρά, που μας φόβιζαν λέγοντάς μας ότι στις βρύσες και στα ποτάμια έβγαιναν νεράιδες, για να μην πηγαίνουμε. Συγκεκριμένα στη Χλιάβρυση, που είναι μία βρύση λίγο πιο έξω απ΄ το χωριό και υπάρχει δίπλα της ένα ποτάμι, από το οποίο έβγαιναν κάθε βράδυ οι νεραϊδούλες για να χορέψουν και να πιούνε νερό. Τα βράδια απαγορευόταν να πηγαίνουν τα μικρά κορίτσια στη βρύση για νερό, γιατί οι νεράιδες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τα παιδιά, για να τα πάρουν μαζί τους με αντάλλαγμα να τους χαρίσουν την απόλυτη ευτυχία. Οι νεράιδες ήταν πάρα πάρα πολύ όμορφες, ψηλές, αδύνατες, λεπτεπίλεπτες. Φορούσαν φανταχτερά ρούχα. Κρατούσανε στα χέρια τους ραβδάκια. Είχαν φτερά και στέμμα στο κεφάλι τους. Ήταν κάτι αιθέριες υπάρξεις που χόρευαν στον αέρα.  Έτσι τις φανταζόμασταν εμείς ή έτσι ίσως να ήταν.

Στο χωριό υπήρχε μία κοπέλα, η Χάιδω, που ήταν πολύ δυστυχισμένη, γιατί είχε χάσει όλη την οικογένειά της και όλοι τη φώναζαν στο χωριό αλαφροΐσκιωτη, επειδή έλεγε ότι έβλεπε διάφορα, πολύ περίεργα πράγματα. Ένα βράδυ, που ήταν πολύ στεναχωρημένη έκανε μία βόλτα γύρω στο χωριό και τα πόδια της την οδήγησαν στη βρύση, όπου εκεί συνάντησε τις νεράιδες, οι οποίες γλεντούσαν. Αυτές προσκάλεσαν τη Χάιδω στο γλέντι τους με αντάλλαγμα την ευτυχία της. Αυτή μέσα στη στεναχώρια της δέχτηκε…Την επόμενη μέρα, την έψαχναν στο χωριό, αλλά δεν τη βρήκαν. Μετά από μέρες τη βρήκαν κρεμασμένη στο δάσος.

Εμάς, όταν ακούγαμε όλες αυτές τις ιστορίες, μάς έπιανε φόβος και τρόμος και δεν τολμούσαμε να βγούμε από το σπίτι, να πάμε πουθενά(όχι μόνο το βράδυ, αλλά ούτε την ημέρα). Σήμερα πιστεύω ότι όλα αυτά ήταν ένας μύθος, για να μας τρομοκρατούνε και να μην πηγαίνουμε πουθενά.

 Η κυρία Παναγιώτα Σταματοπούλου αφηγείται στην εγγονή της Λυδία Πάππου

Στο χωριό μου πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι έβλεπαν τις νεράιδες. Εμένα ο παππούς μου μού έλεγε ότι στα μποστάνια του και τα περιβόλια του κυκλοφορούσαν νεράιδες, τις οποίες έβλεπε, ενώ ούτε εγώ ούτε οι γονείς μου τις είχαμε δει ποτέ. Εγώ δεν πιστεύω ότι υπήρχανε νεράιδες. Πιστεύω μόνο, ότι, όπως έλεγαν οι γονείς μου και άλλοι πιο νέοι από τον παππού, οι νεράιδες και κάποια πράγματα που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν, τα έβλεπαν κάποιοι άνθρωποι, τους οποίους οι άλλοι τους έλεγαν αλαφροΐσκιωτους τους.

Ένα μεσημέρι, που πήγαμε να πούμε στον παππού μαζί με τις ξαδέρφες μου να έρθει στο σπίτι, να φάμε, τον είδαμε να κάθεται και να μιλάει με τις νεράιδες που ήταν απέναντί του, τις οποίες εμείς βέβαια δεν βλέπαμε. Μας είπε ότι προσπαθούσε να τις πιάσει και να τους πάρει το μαντήλι, γιατί ισχυριζόταν, ότι, αν τους έπαιρνε το μαντήλι, δεν θα φεύγανε αμέσως από κοντά του. Εμείς βλέποντας και ακούγοντας τον παππού να μιλάει, χωρίς να υπάρχει κανένας δίπλα του, γελάσαμε και είπαμε ότι ο παππούς το ’χασε το μυαλό του.  Μετά όταν είδαμε ότι συνέχιζε και δεν μας έδινε σημασία,  αισθανθήκαμε κάποιο φόβο και σηκωθήκαμε και φύγαμε  για το χωριό. Αυτό έγινε έξω από το χωριό μου, στα περιβόλια και στα μποστάνια των γονιών μου. Ο παππούς  έλεγε ότι νεράιδες ήταν πάρα πολύ όμορφες κοπέλες, οι οποίες φορούσανε μακριά φορέματα, τα οποία ήταν πάρα πολύ πλούσια και μακριά και είχανε πάρα πολύ ωραία χρώματα. Επιπλέον όλες φορούσανε μαντήλια, τα οποία είχανε πάνω κεντημένα τριαντάφυλλα.

Ο παππούς έλεγε ότι έβλεπε διαρκώς νεράιδες εκεί στα περιβόλια του και εγώ με τις ξαδέρφες μου είχαμε δει πάρα πολλές φορές τον παππού να μιλάει υποτίθεται με τις κοπέλες αυτές, αλλά δεν τις είχαμε δει ποτέ. Ο παππούς τα είχε τετρακόσια και πέθανε μετά από τα 95 του χρόνια και ήτανε μια χαρά. Εγώ έχω ερμηνεύσει το γεγονός και πιστεύω ότι ο παππούς έπεφτε να ξεκουραστεί κάτω από τα δέντρα και φαντάζονταν όλα αυτά που μας έλεγε ότι έβλεπε.

Ο κύριος Κωνσταντίνος Βλασσόπουλος αφηγείται στην εγγονή του Κωνσταντίνα Βλασσοπούλου.

Τα παλιά τα χρόνια, έως τη δεκαετία του 60 στα χωριά κυρίως έπλαθαν διάφορες ιστορίες, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, για να μη κυκλοφορεί το βράδυ.  Αυτό εξυπηρετούσε τους ζωοκλέφτες και τους  τσοπάνηδες, που ήθελαν να βοσκήσουνε τα κοπάδια τους σε ξένες βοσκές, για να μην πηγαίνουνε άλλοι εκεί και να μην κυκλοφορούν το βράδυ. Οι ιστορίες αυτές είχανε περισσότερο στόχο τις νεράιδες, που υποτίθεται ότι ήταν ωραίες κοπέλες, που  τραγουδούσαν ωραία, που έπαιζαν μουσική και κατοικούσαν κυρίως στις ρεματιές, στα ποτάμια και στις πηγές, δηλαδή όπου υπήρχε νερό.

Μία από αυτές τις ιστορίες, είναι, ότι ξεκίνησε ένας νεαρός από το χωριό του, να πάει στο διπλανό χωριό για δική του δουλειά. Δεν ξέρω για ποια υπόθεσή του. Στα μισά του δρόμου υπήρχε ένα ρέμα που έπρεπε να το περάσει οπωσδήποτε, γιατί τότε δεν υπήρχανε δρόμοι, αλλά στενά μονοπάτια.

Όταν έφτασε στο ρέμα, άκουσε τραγούδια λίγο πιο μακριά  και έκοψε την πορεία του και τα ακολούθησε. Σε ένα σημείο τον πόνεσε το πόδι του. Κούτσαινε πολύ. Τον πονούσε φρικτά και πιθανόν να το στραμπούλιξε ή να παραπάτησε.  Γύρισε πίσω και πήγε στο χωριό του και το είπε στο καφενείο και αμέσως τον στείλανε στη μάγισσα, που ήξερε από νεράιδες. Όταν ήταν μια τέτοια περίπτωση, τότε λέγανε ότι αυτός είναι «απ΄όξω», όταν είχε να κάνει με νεράιδες. Του είπαν λοιπόν να πάει το πρωί οπωσδήποτε σε μια γερόντισσα που έκανε αυτές τις δουλειές, που  τους μάγευε και τους έλυνε τα ξόρκια. Το πρωί λοιπόν, που ξύπνησε, πήγε ο νεαρός στη γερόντισσα και της είπε την ιστορία του και της ζήτησε να δει τι έχει το πόδι του. Αυτή δεν του κοίταξε το πόδι, να δει αν έχει στραμπούληγμα ή αγκάθι ή παλούκι, αλλά αμέσως του είπε ότι ήταν νεράιδες.  Μάλλον του είπε ότι αυτές τρώγανε και πίνανε, κάποιο τραπέζι, κάποιο γλέντι είχανε και πήγε αυτός και πάτησε πάνω στο τραπέζι τους και καρφώθηκε το πόδι του με κάποιο πιρούνι και γι΄ αυτό τον πόνεσε. Γύρισε πάλι στο χωριό αυτός και είπε τι του είπε η μάγισσα και η ιστορία διαδόθηκε στόμα με στόμα και δεν κυκλοφορούσε κανείς κοντά στο ρέμα σε απόσταση χιλιομέτρων, από όταν έπεφτε ο ήλιος μέχρι την άλλη μέρα που έβγαινε και έτσι οι ζωοκλέφτες, οι τσοπάνηδες και οι παράνομοι που θέλανε να κάνουνε αυτές τις δουλειές της νύχτας κυκλοφορούσαν λεύτεροι. Αυτές είναι οι παλιές, τρομακτικές που τις έλεγαν, για να τρομάξει ο κόσμος κι αυτό λεγότανε «απ΄ όξω»! Όταν βλέπανε κάποιον να λέει τέτοιες ιστορίες, τον θεωρούσαν άρρωστο, μειωμένης αντίληψης, φαντιασμένο…

Υπήρχαν διάφορες τέτοιες ιστορίες. Ένας άλλος έλεγε ότι ερχότανε στο δρόμο με το τρακτέρ του και του βγήκε μπροστά ένας λαγός και τον ακολούθησε, όμως μετά από τη στροφή, αντί για λαγό έβλεπε σκυλί και στην επόμενη στροφή αντί για σκυλί έβλεπε λαγό, με αποτέλεσμα να μην πηγαίνει εκεί κανένας κυνηγός, να «φυλάξει» για λαγό το βράδυ με το ντουφέκι του. Αυτές είναι ιστορίες παλιές που τις έφτιαχναν για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο.  

Θα ξαναπώ ότι τις νεράιδες τις φανταζόντουσαν ως ωραιότατες γυναίκες, οι οποίες ήταν αθέατες γιατί δεν τις έβλεπε κανείς, τις φαντάζονταν μόνο και ότι φανταζόταν ο καθένας το έλεγε στον άλλο και κάθε ένας πρόσθετε και δικά του λόγια και έφτιαχνε κάτι άλλο και έτσι ο κόσμος φοβότανε και δεν έβγαινε από τα σπίτια, όχι μόνο τα βράδια, αλλά και την ημέρα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι που ο καθένας έπαιρνε τις κότες του, το γουρούνι του(αν είχε) και πήγαινε να ζήσει στην εξοχή, μακριά από το χωριό. Πέρναγε κάποιος από ένα ρέμα, κρυβόταν κάποιος άλλος και έκανε ένα θόρυβο και έφευγε ο άλλος τρομαγμένος και έλεγε ότι άκουγε νεράιδες…

 Η κυρία Αικατερίνη Καραπαναγιώτη αφηγείται στην εγγονή της Ιωάννα Κρανίτη

Στο βαθύ παρελθόν ένα μικρό κοριτσάκι ζούσε στο χωριό της Φασκομηλιάς. Καθισμένο στην ντιβανοκασέλα του σπιτιού του, ξήλωνε το φουστάνι του που ήταν υφαντό όπως όλα τα ρούχα της τότε εποχής και έτρωγε τις κλωστές του. Η μαμά του και η γιαγιά του το ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό. Το κορίτσι ισχυρίστηκε ότι άλλοτε το παρακινούν τρεις νεαρές κοπέλες και άλλοτε τρεις μεγάλες γυναίκες. Τότε η μητέρα της και η γιαγιά της κατάλαβαν ότι το κοριτσάκι το περιτριγύριζαν νεράιδες. Οι νεράιδες φοβισμένες «έσπρωξαν» το κοριτσάκι στη φωτιά και την επομένη βρέθηκε καμένο στο αλώνι. Οι κάτοικοι του χωριού ισχυρίζονταν ότι το έκαψαν η μαμά της με την γιαγιά της. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και το κοριτσάκι ήταν μόνο 9 ετών και ήταν πρόγονή μου.   

 Η κυρία  Μαρία Μπαλαδήμα-Μανώλη αφηγείται στην κόρη της Ακριβή Μανώλη

Παλιά όταν είχα πάει να κοιμηθώ στο χωριό μου, στον παππού και την γιαγιά μου, το βράδυ που τρώγαμε όλοι μαζί, έτσι όπως συζητάγαμε, ο παππούς μου είπε μια ιστορία.  Ένα βράδυ που γυρνούσε με τον πατέρα του, από τα χωράφια με τη φρέζα για να πάνε σπίτι στη Ζούρτσα, είδε ο παππούς μου μια νεράιδα ντυμένη με ολόλευκο νυφικό  που χόρευε στη γέφυρα του Κατσαβού.

 Ο πατέρας μου στην αρχή δεν έβλεπε την νεράιδα, αλλά όταν ακούμπησε τον παππού μου είδε κι αυτός. Ο παππούς μου του έκανε νόημα να μην μιλήσει,  γιατί είχε ακούσει ότι αν μίλαγε θα του έπαιρνε τη φωνή. Έτσι όπως περνούσανε τη γέφυρα προσπαθούσανε να την αποφύγουν, χωρίς να την χτυπήσουν. ‘Όταν φτάσανε στο σπίτι, ρώτησε ο ένας τον άλλο αν είδαν κάτι και τότε είπαν και οι δύο ότι είδαν μια νεράιδα. Ο παππούς μου είχε ξαναδεί, ο πατέρας μου έβλεπε για πρώτη φορά και γι΄αυτό ένιωσε έναν φόβο, μια ταραχή. Ο παππούς μου πίστευε ότι υπάρχουν, γιατί είχε δει πολλές φορές και είχε ακούσει και στο χωριό διάφορα πράγματα. Ο πατέρας μου δεν το πίστευε αρχικά, αλλά αφού το έζησε , άρχισε να το πιστεύει. Είχαν συμβεί και άλλα τέτοια γεγονότα. Αυτά γινόντουσαν μετά τις δώδεκα το βράδυ που έβγαιναν οι νεράιδες στα ποτάμια, στις λίμνες, γενικότερα όπου υπήρχε νερό.

 Η κυρία Αικατερίνη Καραπαναγιώτη αφηγείται στη μαθήτρια Ευγενία Μανιάτη

Μου ΄λεγε ο παππούς μου ότι όταν ήτανε δεκαέξι χρονώνε, τον έστειλε η μάνα του και ο πατέρας του, που έφτιαχνε σαμάρια, στο πανηγύρι της Αγουλινίτσας για να πάρει παπίρι. Στον δρόμο που πήγαινε στον Καϊάφα, μέσα στα πεύκα, καβάλα στο γαϊδούρι, πηγαίνανε και άλλοι ανθρώποι στο πανηγύρι στην Αγουλινίτσα και του λέγανε: «Ρε παιδί σταμάτα να βάλουμε το σακί πάνω στο γαϊδούρι», αλλά εκείνος δεν εμίλαγε, γιατί είχε ακούσει ότι υπήρχαν νεράιδες και φοβότανε να μην του πάρουν τη φωνή. Μέχρι που κάποια στιγμή που τον φτάσανε οι ανθρώποι που πήγαιναν στο πανηγύρι και είδε ότι ήταν αληθινοί άνθρωποι φορτώσανε το σακούλι στο γαϊδούρι και πήγανε παρέα στο πανηγύρι.

 Η κυρία Αιμιλία Νικολοπούλου αφηγείται στην εγγονή της Έλενα Τριγάζη

Παλιά, όταν η προγιαγιά μου ήταν επτά χρονών, είχε πάει με τους γονείς της πάνω στο βουνό στον Αϊ Λια, σε ένα χωράφι, για να μαζέψουν ελιές. Όσο οι γονείς της μάζευαν ελιές, εκείνη έπλεκε και το απογευματάκι που τελείωσαν, τη φώναξαν, για να τους βοηθήσει να μαζέψουν τα πράγματα.  Άφησε του κουβάρι της πάνω σε ένα βράχο και καθώς πήγαινε να φορτώσει την κατσαρόλα, το είδε να κυλάει. Έτρεξε γρήγορα, για να το πιάσει πριν πέσει στον γκρεμό και όσο πλησίαζε πρόσεξε κάτι μικρά λαμπερά πλασματάκια με φτερά γύρω τους. Όταν το έπιασε, άκουσε αυτά τα μικρά πλασματάκια να τραγουδούν και να πηγαίνουν πετώντας προς τον γκρεμό. Εκείνη μαγεύτηκε από το τραγούδι της και άρχισε να τα ακολουθεί. Λίγο πριν πέσει στον γκρεμό, κατάλαβε τι γινόταν και είπε μια φράση που της είχε πει η μαμά της να πει, όταν τη μαγέψουν οι νεράιδες. Με το που την είπε οι νεράιδες εξαφανίστηκαν και αυτή σώθηκε. Δυστυχώς την φράση αυτή δεν την έμαθα ποτέ, γιατί την μέρα που θα μας την έλεγε η προγιαγιά μου, πέθανε.                     

 Η κυρία Φωτεινή Δημητροπούλου αφηγείται 

στον μαθητή Γιώργο Ζωγόπουλο και τη μαθήτρια Λυδία Πάππου

 Όταν ήμουν παιδάκι άκουγα συχνά τέτοιες ιστορίες, με νεράιδες και ξωτικά, από τον πατέρα μου και θυμάμαι ότι μας άρεσε να καθόμαστε μαζί με τ’ αδέρφια μου και διάφορα άλλα γειτονόπουλα και να τις ακούμε. Μας έλεγε ότι έβλεπε τις νεράιδες δίπλα σε ένα δάσος και ότι έβγαιναν και χορεύανε. Τότε που ήμουν παιδί πίστευα ότι ήταν αλήθεια και ότι υπήρχαν, τώρα που μεγάλωσα νομίζω ότι ήταν δημιουργήματα της φαντασίας. Το δάσος αυτό ήταν κοντά στο στάδιο της Ζαχάρως. Ήταν ένα μικρό δάσος, που δεν υπάρχει πια και από εκεί μας έλεγε, ότι έβγαιναν διάφορες κοπέλες – νεράιδες που ήταν όμορφες και τραγουδούσαν. Έτσι τις φανταζόμασταν τις νεράιδες, σαν ωραίες κοπέλες, που χορεύανε και τραγουδούσαν και φορούσαν ωραία φορέματα.

Η κυρία Ελένη Κίκου  αφηγείται στον εγγονό της Κωνσταντίνο Βλάμη.

 Όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών μου είπαν την ακόλουθη ιστορία. Ο παππούς μου είχε πάει σε μία σπηλιά να πιάσει νερό, για να πιεί και να φάει το ψωμάκι του. Εκεί που πήγε το μεσημέρι στη σπηλιά, είχε στύψει από νερό, δεν έβγαζε νερό από την πηγή, ενώ εκεί κάποτε εκεί έτρεχε ποτάμι ολόκληρο. Μέσα στη σπηλιά είχε σκοτάδι. Τότε αυτός γονατίζει και κάνει το σταυρό του και λέει: «Αμόλα αράπη το νερό, να φάει ο Ασημάκης το ψωμάκι του και να πιεί το νεράκι του» και σηκώνεται πάνω και ακούει μια μεγάλη φασαρία, μια βουή και σπάει το νερό και αρχίζει να τρέχει και πάλι από την πηγή και τότε λέει: «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου που έφερες το νεράκι μου κι έφαγα το ψωμάκι μου». Εγώ την ιστορία αυτή την έμαθα από τους γονείς μου, νομίζω τον Μάιο του 1965, όταν σπέρναμε τα αραποσίτια. Η σπηλιά βρίσκεται στη Φιγαλεία, σε αγρό στη θέση Ναστούλη και ο παππούς μου ήταν περίπου 65 με 70 ετών, όταν συνέβη το περιστατικό.

  Η κυρία Γαρουφαλλιά Καμπανά-Γουργούλη αφηγείται 

στην εγγονή της Νικολία Γιαννοπούλου                                                                                                                                                                    

Στο χωριό μου, την Καλίδονα, υπάρχει μια περιοχή που λέγεται «της φοράδας ο γκρεμός» γιατί κάποτε εκεί, μετά από έναν γάμο έπεσε ένα άλογο, μια φοράδα, επειδή ήτανε πολύ στενό το πέρασμα και γι΄αυτό πήρε αυτή την ονομασία. Σ’ εκείνο το σημείο, έλεγαν τα παλιά τα χρόνια που οι άνθρωποι δεν είχαν αυτοκίνητα και γύριζαν με τα άλογα και με τα πόδια στο χωριό, όταν τελείωναν τις εργασίες τους στα χωράφια με τις ελιές και τις σταφίδες, ότι το βράδυ, που περνάγανε, ακούγανε κάτω εκεί σε αυτό το βράχο μουσική, ενώ δεν ήταν εκεί πέρα κανένα σπίτι κοντά, ούτε υπήρχε να περίπτωση να ήτανε εκεί κάποιος άνθρωπος. Έτσι έβγαλαν ότι εκεί υπήρχαν νεράιδες. Το είχαν ακούσει όλοι οι χωρικοί που περνάγανε από αυτό το σημείο.

Τότε μάλιστα έλεγαν κάποιοι ότι και μέσα στο χωριό είχαν ακούσει και κάποιοι είχανε δει μια αγελάδα με ένα μεγάλο κουδούνι, όμως κανένας δεν είχε στο χωριό αγελάδες. Τότε είχανε μόνο πρόβατα και κατσίκια. Αυτή την ιστορία την έχω ακούσει από τους παλιούς και εγώ πιστεύω ότι τότε υπήρχανε νεράιδες, γιατί ο τόπος ήταν άγριος ακόμη. Τότε δεν υπήρχανε δρόμοι, τώρα όλα τα βουνά είναι γεμάτα δρόμους αγροτικούς και περνάνε τα αυτοκίνητα και υπάρχει κίνηση.

Επίσης είχα ακούσει από μια γιαγιά, που έλεγε ότι κάποτε πήγανε στο ποτάμι, για να πλύνουνε τα ρούχα - γιατί έτσι συνήθιζαν τότε οι άνθρωποι, φόρτωναν τα ρούχα και τα καζάνια τους και τα βάνανε και τα πλένανε στο ποτάμι- και όπως επήγανε κάποια πήγε να βάλει το καζάνι της για να πλύνει και τότε βλέπουνε μέσα στο ποτάμι κάτι κοπέλες που επαίζανε και πλατσαράγανε στα νερά και αυτές ήταν νεράιδες, γιατί, αν ήταν κοπέλες του χωριού, θα τις γνωρίζανε.

Έχουμε ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες και είναι κάτι το ανεξήγητο και φοβόμασταν όταν ήμασταν παιδιά, γιατί και οι γονείς μας έλεγαν: «Μην πας εκεί, γιατί θα βγει η νεράιδα και θα σε πάρει και άμα δεν σε πάρει θα σου πάρει τη μιλιά, για να μην μπορείς να μιλήσεις». Έτσι μας λέγανε και μας φοβίζανε. Αυτά λέγανε στο χωριό μου, την Καλίδονα, αλλά και σε όλα τα χωριά λέγανε ότι βλέπανε νεράιδες, ειδικά στα ποτάμια και σε απόκρημνους βράχους, που δεν περπάταγε άνθρωπος εύκολα. Τώρα έχουν όλα αλλάξει και τα βουνά έχουν ημερέψει.

 Τις νεράιδες, τις περιέγραφαν σαν ωραίες κοπέλες, με ωραία αραχνοΰφαντα φορέματα. Έτσι μας τις λέγανε τις ιστορίες οι πιο παλιοί, οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας. Όλοι οι άνθρωποι τότε στο χωριό πίστευαν ότι υπήρχανε νεράιδες. Από τότε όμως που βγήκανε οι τηλεοράσεις και όλα αυτά και εξελίχθηκε ο κόσμος τις αφήκανε τις νεράιδες. Εφύγανε οι νεράιδες από την τηλεόραση.