Ιστορίες
στην Ντοπιολαλιά
Εγγονάκι:
Παππού πάω στην αγορά.
Παππούς:
Εντάξει, αγάλια-αγάλια όμως.
Εγγονάκι: Ναι,
θα προσέχω.
Παππούς:
Αβγάτισες πολύ τώρανες και πας μοναχός σου στην αγορά.
Εγγονάκι: Άστα
φτουνα.
Παππούς: Μην
αργήσεις αποσπερού.
Μετά από λίγο
Εγγονάκι:
Γύρισα παππού.
Παππούς: Τι να
σε φιλέψω;
Εγγονάκι:
Τίποτα, δε θέλω κάτι.
Παππούς: Είδες
καμιά τσούπα;
Εγγονάκι: Όχι
παππού, μικρός είμαι ακόμη. Είδα όμως ένα ωραίο κατσουλάκι εδευτού χάμου στο
μπακάλικο και το χάιδεψα.
Παππούς: Τί;
Εγγονάκι: Καλά,
γιατί αλαφιάζεσαι τόσο;
Παππούς: Θέλεις
να γίνουμε βούκινο; Χάιδεψες το ξένο το κατσούλι;
Εγγονάκι: Σιγά
ρε παππού, δεν με είδε και κανείς…
Παππούς: Καλά…
Πού είναι ο λάλας σου;
Εγγονάκι: Στο
φροντιστήριο
Παππούς: Πολύ
διαβάζει ευτούνο το παιδί, εσύ μπίτι σκράπας… Βιβλίο δεν ανοίγεις…
Εγγονάκι: Καλά,
δεν πειράζει κάτι θα κάμω και εγώ.
Παππούς: Τράβα
γρήγορα, γιατί, άμα έρθει η μάνα σου και σε βρει να μην διαβάζεις, θα φρίξει το
σκυλί.
Εγγονάκι: Ναι,
ναι πάω γρήγορα. Σπύρος Γκούσκος
Μια γιαγιά
βλέπει ένα παιδί και του λέει:
Τίνος είσαι συ
λεβέντη μου;
Του Γιώρη.
Μπράβο μάτι
μου. Κατά που θα σιάξεις;
Πάω εδευτού
χάμου, στον Μανώλη, να πάρω πατάτες.
Εδεκεί δεν έχει
καλές, να πας εκεί σα πέρα στην αγορά να βρεις τι έχουνε φερμένο οι εμπόροι.
Τι κάμεις κατά
τα άλλα; Όλα καλά; Τι γινόστε;
Όλα good.
Τι είναι
ευτούνο.
Ναι, όλα καλά.
Πάντα καλά να
είσαι αγόρι μου!
Η γάτα της
γιαγιάς βγήκε στο δρόμο και άρχισε να τρέχει και είπε εκείνη:
Γιάτρα-γιάτρα η
κατσούλα!
Πάω να στη φέρω
γιαγιά.
Πρόσεχε μην
κόψεις κανέναν άνταυλο και πέσεις κει σα χάμου στην τρούπα!
Νικόλαος
Μανουσόπουλος
Γεια σας μήπως
ξέρετε κατά πουθε πρέπει να πάω για να φτάσω στη λίμνα του καϊαφά;
Φυσικά, από δω
που είσαστε θα πάρουτε τον δρόμου σια πάνω, μέχρι την εθνική οδό και μετά θα
στρίψετε κατά κειθε που λέει η ταμπέλα, για Πύργο. Ύστερα θα προχωρήσουτε σαπέρα και θα δείτε
την ταμπέλα που λέει κατά τη λίμνα.
Ευχαριστώ! Δε
μου λέτε για τα λουτρά πουθε θα κάμω;
Θα προχωρήσεις
ίσα μπροστά, ακόμα λίγο και θα δεις την ταμπέλα, θα την ακολουθήσεις και θα σε
βγάλει ακριβώς μπροστά!
Ευχαριστώ πολύ!
Καλά που σας βρήκα!
Επ Γιάννη!
Χρόνια και ζαμάνια! Τί χαμπάρια;
Ωπ, γεια σου
μωρέ Κώστα! Χαθήκαμε!
Άσε, τα ίδια
παν΄ και λένε… Εσύ πως τα περνάς; Πώς
πάνε οι σοδιές πάνω στο χωράφι; Είναι σε καλή μεριά;
Δεν πάνε
και τόσο καλά τα πράγματα φέτος. Τί να
σου πω; Άμα συνεχίσει έτσι ο καιρός, δεν θα βγάλουμε ψωμί της προκοπής, να
΄χουμε να τρώμε. Φοβάμαι μην και δεν πιάσει βροχή…
Άσε τα σάπια
βρε… Έτσι κι αλλιώς είναι η εποχή της… Σε λίγες μέρες, θα αρχινίσει να βρέχει.
Μην κάνεις τον καψερό.
Έχεις δίκιο,
αλλά υπάρχει κάτι ακόμα που με απασχολεί.
Ας πάμε εκεί
χάμου στον καφενέ, μου τα πεις πρόσωπο με πρόσωπο και όχι μουλωχτά!
Άντε και να σε
κεράσω δυο ποτήρια κρασί, να στανιάρεις!
Αϊ μωρέ, δεν
πειράζει. Καλά να ‘μαστε και τα λέμε μια άλλη φορά. Δεν πειράζει.
Θάνος
Κωνσταντόπουλος
Μια φορά κι
έναν καιρό, ζούσε μια οικογένεια, σε ένα απ' τα πολλά μικρά χωριά του νομού
Ηλείας, το Γιαννιτσοχώρι. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και η μητέρα σάρωνε το
σπίτι. Ο Γιώργος, τήραγε απ' το παράθυρο τα κατσούλια που πέρναγαν απ' τον
κήπο, ενώ ο λάλας του, ο Βασίλης, πήγε χάμου στο κατώι για να πάρει κάτι
πράγματα που του είχε ζητήσει η μητέρα του. Ο Βασίλης, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά
του κατωιού, τουρλοκολιάστηκε και η λάτα που είχε στα χέρια, κατέληξε στο
κεφάλι του. Ο Βασίλης, νευριασμένος, άρχισε να φωνάζει και ο Γιώργος στη
προσπάθεια του να τον ηρεμήσει, έφαγε κλοτσίδι. Η μητέρα, με το σούγλο στα
χέρια της, αφότου είχε απλώσει τα ρούχα στο σιτζίμι, είδε τον Βασίλη
ρουκουλομένο, χάμου στο πάτωμα. Έτσι η μητέρα, νευριασμένη, άρχισε να κυνηγάει
τον Βασίλη με το χουλιάρι, έχοντας στο κεφάλι της μια νρίτσα και στο άλλο της
χέρι ένα ακρέμαστο σκαλτσούνι. Ο Βασίλης πιλάλαγε σαν τρελός, όταν όμως βγήκε
στη βεράντα, είδε ένα μολυντήρι και τρόμαξε, με αποτέλεσμα να ξαναρουκουλήσει.
Όταν τον τσάκωσε η μητέρα, του είπε να ζητήσει γιατί αλλιώς θα φρίξει το σκυλί.
Ο Βασίλης τελικά απολογήθηκε και πήρε το μάθημά του, σκεφτόταν ένα πράγμα μόνο
και αυτό ήταν το ότι κανείς δεν τα βάζει με την Ελληνίδα μάνα. Βασίλης Κατσικαρώνης
Εψές είχε
γενέθλια η τσούπα μου.
Α, αλήθεια;
Χρόνια της πολλά!
Ευχαριστούμε
όλο πιλάλα ήμουνα εψές.
Γιατί;
Γιατί το
κορμάδι και η κατσούλα τσακωνόσαντε και εγώ βούτηξα το σάρωμα για να τα χωρίσω
αλλά τίποτα. Μετά πήγα στο κατώι και τι να δω; Είχανε ανασκελώσει τη λάτα με το
λάδι και είχε καταλιμουχριστεί ο τόπος.
Παναγιά μου και
εσύ τί έκανες;
Πήρα τον σούγλο
και τον εκοπάναγα για να τα σκιάξω.
Πω πω, τί μου
θύμισες τώρα;
Μολόγα το.
Όταν ήμανε
μικρή και είχε τουρλοκολιαστεί ο λάλας μου, στη γιορτή του και ρουκούλαγε σαν
το γουρούνι…
Εκείνη τη
στιγμή είδα ένα μολυντήρι και επειδή τα φοβόταν πολύ, του λέω: «Τήρα - τήρα
δίπλα σου». Εκείνος πετάχτηκε σαν το κουνέλι και του φγε το τσουράπι από το
τρέξιμο.
Χαχαχα, να σαι
καλά! Με έκανες και γέλασα.
Φεύγω τώρα,
γιατί άμα αργήσω κι άλλο θα φρίξει το σκυλί… Αγνώστου
Η γυναίκα του
αγροφύλακα στο χωριό Σχίνοι είπε στον άντρα της να πάει να φέρει μια ζαλιά
ξύλα, για να φουρνίσει ταχιά. Αυτός αποφάσισε να πάει σουρουπώνοντας με το ζώ
του(το γάιδαρο του). Έτσι πήγε στο χωράφι, φόρτωσε τα ξύλα και επιστρέφοντας
στο σπίτι, αργά τη νύχτα, τα ξεφόρτωσε. Τότε, η γυναίκα του είπε « έζεψες το
ζωντανό με τη δική μου χεριά τα ξύλα στο χωράφι». ο Αγροφύλακας αμέσως φώναξε
θυμωμένους «Ούσι» στο γάιδαρο και τα ξαναπήγε στο χωράφι. Έπειτα τα άφησε στο
σημείο που τα είχε μαζέψει σύζυγός του. Επιστρέφοντας, πέρασε στα καφενεία του
χωριού με ένα φίδι πάνω στο γάιδαρο αντί για ξύλα και όταν έφτασε στο σπίτι η
γυναίκα του έγινε έξαλλη.
Δήμητρα Ζήρου
Α: Καλημέρα
Μήτσο! Τι κάνεις καλέ;
Β: Καλά μωρέ,
να ΄μαστε καλά να λέμε, πέρασες χτες από το καφενείο;
Α: Ναι, αλλά
πήγα κι έκατσα λίγο. Είχα να πάω να μαζέψω τις ελιές.
Β: Α, αυτά να
βλέπεις. Οι ελιές θέλουνε πολύ χέρι. Άμα τις αφήκεις σε πιάνουνε τα κρύα.
Α: Να δεις! Κι
έκαμα να τις μαζέψου από τα χαράματα. Άμα κάμεις έτσι πολύ κόποθα βγάλεις το
λαδάκι σου.
Β: Καλά λες! Το
λαδάκι μας είναι χρυσάφι. Αύριο θες να περάσεις να πιούμε κανά καφέ στο
καφενείο;
Α: Και βέβαια
θα περάσω να πιούμε κανένα καφεδάκι, να ζεσταθεί η καρδιά μας.
Β: Έτσι. τα
λέμε αύριο στο καφενείο του μπάρμπα Νίκου.
Γρηγόρης Αργύρης
Ήτανε πουρνό-
πουρνό που μαζευτήκαμε για το λιομάζωμα. Ούλοι μας με τα τσαπιά και τα κοφίνια,
πιάνουμε τσ΄ελιές απ΄τα δέντρα. Άλλος κονούσε τσ΄ελιές με το ξύλο κι άλλος τις
μαζώνει από χάμου. Οι γερόντοι λέγαν πώς παλιά το κάνανε με τραγούδια κι ύστερα
τ΄απόγιομα στήνανε γλέντι με τσίπουρα και φρέσκο λάδι στ΄αχνισμένο ψωμί. Τα
αγόρια τρέχανε γύρω να μαζώνουνε τσ΄χοντρές ελιές κι οι γυναίκες μας φέρνανε
κολατσιό, λιόψωμο και πρόβειο τυρί. Η μέρα ήτανε βαρια, μα σαν βλέπαμε τα
κοφίνια γεμάτα καρπό λέγαμε: "Δόξα να΄χει!" Βασιλική Κοκκώνη
Ξεκινήσαμε από νωρίς για το σπίτι μου στο χωριό! Εκεί μας περίμεναν με ανοικτές αγκάλες ο παππούς και η γιαγιά. Μόλις φτάσαμε δεν πρόλαβα να βγω από το αμάξι ήρθαν με λαχτάρα επάνω μου
-Βρε σάμπως
ψήλωσες πάρα πολύ ελόγου σου...
Δεν πήγαν
στράφι τα λόγια μου! Το τρως το φαι σου. Για σκύψε τώρα, να σε φιλήσω, γιατί
δεν φτάνω σαπάνου που έφτασες.
-Γιαγιά μου,
καλώς σε βρήκα! Μου λείψατε!
Μετά από τις
αγκαλιές και τα φιλιά, η γιαγιά έστρωνε το τραπέζι να φάμε δίπλα στο παραγώνι.
Με γέλια και χαρές με ρωτούσαν συνέχεια τα νέα μου! Αράδα οι ερωτήσεις.
Αν ακώ τους
γονείς μου, αν έχω το μυαλό μου αλλού κι ολούθε κτλ Μετά μου έφτιαξε στη χόβολη
στο τζάκι κάστανα!
Μακάρι να ζούσα
στο χωριό! Εκεί η ζωή είναι πιο απλή και όμορφη. Ευτυχώς πηγαίνω συνέχεια. Έτσι
πέρασε ένα εκπληκτικό σαββατοκύριακο τρώγοντας, χωρίς να κοτάω να πω
κουβέντα!
Απόστολος
Κάππος
Δημητρης: Ώπα
ρε Γιώργη! Που ΄σαι ρε παιδάκι μου; Κρυώσαμε για τα καλά φέτο.
Γιώργης: Άσε
βρε Δημήτρη, μαύρη νύχτα! Μεσ΄στα κόκκαλά μου έφτασε το κρύο. Τέτοιο χειμώνα δε
θυμάμαι εγώ!
Δημήτρης: Ε ναι
τέτοιο πράγμα δε μας ξανάτυχε. Όλη μέρα σόμπα και τζάκι θέλουμε και πάλι τα
ποδάρια ξεπαγιάζουνε.
Γιώργης: και
δεν είναι μόνο το κρύο. η υγρασία που' χει βγαίνεις όξω κι είναι λες και σε σφάζει.
Δημήτρης: Ναι
μωρέ, αλλά κοίτα τα βουνά μας! Ολόασπρα, γιομάτα χιόνι. Ομορφιά είναι αλλά που
να πλησιάσεις.
Γιώργης: Μπα με
τέτοια παγωνιά... Που να βγεις στα χωράφια! Και το λάδι ακόμα δεν το μαζέψαμε
καλά καλά και δεν το βλέπω να τελειώνουμε πριν το Μάρτη.
Δημήτρη: Έχεις
δίκιο βρε Γιώργη καλά τα λες. Άντε τώρα να σε αφήσω.
Γιώργης: Στο
καλό βρε λεβέντη! Και που ΄σαι ρίξε ένα
σύρμα, όταν ξεμπερδέψεις με τις δουλειές να πιουμε και κανέναν καφέ.
Γιώργος Καρπίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου