Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Φάκελος: Μετανάστευση

Φέτος, οι μαθητές και οι μαθήτριες του Β3, στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στην ενότητα για την Μετανάστευση και την Προσφυγιά κατέγραψαν μαρτυρίες μεταναστών που ζουν στη Ζαχάρω ή που κατάγονται από την περιοχή και είναι μετανάστες σε άλλες χώρες. Ο στόχος ένας και μοναδικός, να κατανοήσουν οι μαθητές ότι η μετανάστευση και η ξενιτιά είναι φαινόμενο πανανθρώπινο, που αφορά όλους τους λαούς και όλες τις φυλές.

Πανωραία Μακρή, φιλόλογος του Γυμνασίου Ζαχάρως

Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο που επηρεάζει πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο για να κατανοήσω καλύτερα τις δυσκολίας και της εμπειρίες ενός μετανάστη πήρα συνέντευξη από τον πατέρα μου, που μου μίλησε για το ταξίδι του και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε μεγάλωσε στο Ελμπασάν της Αλβανίας και η ζωή του εκεί ήταν πολύ δύσκολη, διότι η οικονομική κρίση ήταν πολύ πιεστική, οπότε πήρε την απόφαση στα δεκαεπτά του χρόνια, να τα παρατήσει όλα και να κάνει μία νέα αρχή και να έρθει στην Ελλάδα. Ο δεκαεπτάχρονος Τόνι ταξίδεψε με τα πόδια 900 χιλιόμετρα, δηλαδή 15 μέρες περίπου, για μία καλύτερη ζωή και στο δρόμο αντιμετώπισε προβλήματα, ειδικά στα βουνά όπου είχαν δεχθεί επίθεση από μία από μία αρκούδα και ευτυχώς ξεφύγανε. Περπατούσανε  χειμώνα, την πιο δύσκολη εποχή και ρισκάρανε τη ζωή τους, μόνο και μόνο για ένα καλύτερο αύριο. Ο πατέρας μου λέει ότι φοβότανε πολύ μην τον πιάσουνε. Κι από τη μια σκεφτόταν όλα αυτά που είχε αφήσει πίσω του, την οικογένειά του, τους φίλους του και τα παιδικά του χρόνια. Πριν φύγει από τη χώρα του είχε μαλώσει με τους γονείς του και αυτό το σκεφτότανε σε όλη τη διαδρομή και αναρωτιόταν αν έχει πάρει τη σωστή απόφαση ή όχι. Τώρα όμως έχει μεγάλη χαρά, γιατί κατάφερε τον στόχο του, ενώ όλοι του λέγανε ότι δεν θα τα καταφέρει

Στην αρχή υπήρχαν μερικές δυσκολίες, όπως η γλώσσα που έπρεπε να μάθει για να μπορεί να συνεννοηθεί, αλλά την έμαθε. Ο ίδιος λέει ότι ακόμη είναι δύσκολα στην Αλβανία και φέρνει ως παράδειγμα τα νοσοκομεία και την οικονομία και γι΄αυτό επιλέγει την Ελλάδα.  Εδώ δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια, με δύο πανέμορφα παιδιά και μία καλή γυναίκα δίπλα του, να τον στηρίζει.

Ένα μήνυμα που θα ήθελε να δώσει σ ε όσους σκέφτονται να μεταναστέψουν είναι να το σκεφτούν καλά, γιατί έχει μεγάλες δυσκολίες και δεν είναι τόσο εύκολο, όσο φαίνεται. Στο μέλλον που θέλει να δει τα παιδιά του σπουδαγμένα και να κάνουν μία καλύτερη ζωή,  χωρίς δυσκολίες. Μέσα από αυτή τη συνέντευξη με τον πατέρα μου κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι αφήνεις την πατρίδα σου πίσω και να ξεκινάς από την αρχή. Η ιστορία του 43χρονου Τόνι με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικό είναι να ακούμε και να κατανοούμε τους ανθρώπους γύρω μας.                     Φετάχου Μαριάντα

  Λέγομαι Μαχμούτ Μπιζάν και κατάγομαι από το Ιράκ. Μεγάλωσα στην πόλη Ράνια, που είναι μια ορεινή πόλη που δίπλα της έχει ποτάμι.  Γεννήθηκα το 1980 και τώρα είμαι 45 χρονών. Στα 18 μου χρόνια αποφάσισα να φύγω από την χώρα, επειδή είχαμε πόλεμο. Περπάτησα πολλές ώρες με τα πόδια, επειδή δεν είχα διαβατήριο, λόγω του πολέμου. Αρχικά περάσαμε στο Ιράν, μετά στην Τουρκία και τελικά φτάσαμε στην Ελλάδα, μέσα από τα βουνά.

Αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα στα σύνορα ανάμεσα στο Ιράν και στην Τουρκία, γιατί είχε πολλά χιόνια και κρύο. Εκεί μείναμε τρεις μέρες χωρίς φαΐ και νερό. Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε πίσω σε ένα χωριό και εκεί πήραμε ένα άλογο. Είμασταν δεκαπέντε άτομα. Μετά με το άλογο βρήκαμε τον δρόμο και φτάσαμε στην πόλη Βαν, στην Τουρκία. Από εκεί φύγαμε με λεωφορείο και φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, επειδή δεν είχα λεφτά, αναγκάστηκα να κοιμηθώ στο νεκροταφείο.

Η πρώτη πόλη που βρέθηκα στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα. Με αυτό που αντίκρισα στην Ομόνοια, μετάνιωσα που ήρθα στην Ελλάδα και ήθελα να γυρίσω πίσω. Ευτυχώς όμως γνώρισα ανθρώπους καλούς που με βοήθησαν και με έφεραν στη Ζαχάρω και εδώ πράγματι όλος ο κόσμος με αγκάλιασε και με βοήθησε.

Ήταν δύσκολο να αποχωριστώ την οικογένειά μου για όλη μου τη ζωή, αλλά ήμουν αναγκασμένος να το κάνω. Εδώ, στην Ελλάδα, έχω αρχίσει μια καινούργια ζωή, έχω φίλους, οικογένεια και νιώθω την Ελλάδα πατρίδα μου, αλλά μου λείπει πολύ η οικογένεια που άφησα πίσω και επιθυμώ πολύ να την ξαναδώ.

Η πιο δυνατή μου ανάμνηση, από όλο το ταξίδι, ήταν το βράδυ που αναγκάστηκα να κοιμηθώ μέσα στο νεκροταφείο, στη Τουρκία. Σήμερα νιώθω καλά για αυτή μου την απόφαση, διότι έχω ανθρώπους κοντά μου που με αγαπάνε και γενικά επειδή έχω χτίσει τη ζωή μου εδώ.

Δεν προσπαθώ ιδιαίτερα να διατηρήσω κάποια στοιχεία από την πατρίδα μου. Θέλω να έχω υγεία και όλοι οι άνθρωποι να είναι κοντά μου. Ένας άνθρωπος που αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα του για ένα καλύτερο μέλλον, οφείλει να έχει σεβασμό απέναντι στη χώρα που πηγαίνει και στους ανθρώπους της.                                                                                                     Αθανάσιος Φιορέτος

 

Ονομάζομαι Δ. Π , είμαι 62 ετών και κατάγομαι από την Ελλάδα. Στην Αμερική ήρθα το1980  όταν ήμουν ακόμη 17 ετών . Οι λόγοι που έφυγα από την πατρίδα μου ήταν κυρίως οικονομικοί. Ήμασταν τρία αδέρφια στην οικογένειά μου και οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας σπουδάσουν. Έτσι μπήκα παράνομα στην Αμερική για να βρω δουλειά. Αρχικά με ένα φίλο μου  φύγαμε για να δουλέψουμε στα καράβια.  Μετά από τρείς μήνες όταν το καράβι έφτασε στην Αμερική φύγαμε και πήγαμε σε ένα θείο του όπου μας έκρυβε για κάποιους μήνες.  Δεν θέλαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Μετά καταφέραμε και πήραμε την Αμερικάνικη υπηκοότητα.

Στην Αμερική θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν έχω αλλάξει και του κόσμου τις δουλειές . Όταν πρωτοήρθα λοιπόν στην Αμερική έπιασα δουλειά ως σερβιτόρος . Ύστερα έγινα  βοηθός μάγειρα και μετά από καιρό έγινα μάγειρας .  Αργότερα άνοιξα το δικό μου εστιατόριο το οποίο έχω ακόμα και σήμερα.

Μια από τις πιο δύσκολες αλλαγές που χρειάστηκα να κάνω για να προσαρμοστώ ήταν σαφώς η εκμάθηση της καινούριας γλώσσας αλλά και το γεγονός ότι δεν είχα κανέναν δίπλα μου, κανέναν δικό μου για να με στηρίξει, να με βοηθήσει και να με συμβουλεύσει σε κάτι που χρειαζόμουν. Φανταστείτε ότι είχα να μιλήσω με τους δικούς μου στην Ελλάδα πάνω από έξι μήνες.

Νοσταλγώ την χώρα μου πάρα πολύ συχνά και κυρίως τις γιορτές όταν μαζευόμαστε να γιορτάσουμε με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου αλλά και όταν μιλάω μαζί με τους συγγενείς μου στο τηλέφωνο .

Έχω δει πάρα πολλές φορές οι μετανάστες να πέφτουν θύματα ρατσιστικής αντιμετώπισης . Εγώ βέβαια προσωπικά δεν είχα τέτοια εμπειρία και πάλι καλά να λέμε, γιατί πρόσεχα τις παρέες μου και γενικά πρόσεχα με τι είδους ανθρώπους συναναστρεφόμουνα. Πιστεύω πως παντού όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ελλάδα  υπάρχει γενικά ο ρατσισμός απλώς αλλού επιδεικνύεται πιο πολύ, αλλού πιο λίγο και αλλού καθόλου. Στην Αμερική όπως είπα και πριν, έχω δει κάποιες τέτοιες περιπτώσεις .

Η εμπειρία μου στην αρχή που ήρθα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μοναχική . Τώρα όμως που έχω και την γυναίκα και τα δύο παιδιά μου μαζί καθώς και πολλούς Έλληνες φίλους μετανάστες αλλά και Αμερικάνους  θα έλεγα ότι είναι πολύ ευχάριστη .

Ήδη  στη δουλειά μου έχω βάλει μπροστά τα παιδιά μου και έχω ευτυχώς το χρόνο να επισκέπτομαι την Ελλάδα δύο φορές το χρόνο για αρκετές μέρες. Να μπορέσω να χορτάσω αυτά που θυμάμαι από παιδί. Αυτά που τόσα χρόνια νοσταλγούσα. Βέβαια και η Αμερική θα μου έλειπε γιατί εκεί πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου.                                                         Νικολίτσα Σεβαστιάδη

Ονομάζομαι Γεώργιος Μπάκας. Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας. Η περιοχή που ζούσα είχε πολλά ελαιόδεντρα με μία ήρεμή ζωή. Τώρα είμαι 74 ετών και αποφάσισα να μεταναστέψω στα 19 μου χρόνια, κυρίως για οικονομικούς λόγους, επειδή η Ελλάδα, εκείνη την εποχή είχε περάσει από πολλούς πολέμους και δεν είχε καταφέρει να ανασυγκροτηθεί. Έφυγα με το αεροπλάνο και όταν έφευγα ένιωθα χαρά, γιατί ήξερα ότι πέρα από τις δυσκολίες θα βρω  ένα καινούργιο και καλύτερο μέλλον. Τώρα πια όμως θέλω να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Στη Γαλλία αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες, τη γλώσσα, τη διαμονή, τα φαγητά τα έθιμα και τις εκεί συνήθειες. Επίσης εκεί είχαν περισσότερο αναπτυγμένη τεχνολογία.

Η πιο δυνατή ανάμνηση είναι στιγμή που πήρα το δίπλωμα διαχείρισης επιχειρήσεων και μετά από αυτό άνοιξαν νέοι ορίζοντες, γι αυτό και σήμερα νιώθω πως αυτή η απόφαση ήταν σωστή.

Προσπαθώ κάθε χρόνο να βρίσκομαι πίσω στην Ελλάδα για να συναντάω τους συγγενείς μου και τους φίλους μου, δηλαδή τους συμμαθητές μου από το λύκειο, που κρατάμε σχέσεις και κάθε χρόνο κάνουμε ένα τραπέζι όλοι μαζί στην Αθήνα. Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι πολλοί  συμμαθητές μου έχουν πάει μετανάστες στο εξωτερικό αλλά με την ανάπτυξη τεχνολογίας και τη βοήθεια των τηλεπικοινωνιών η επαφή με τους φίλους και συγγενείς είναι πιο εύκολη. Επίσης προσπαθώ να διατηρώ τον ελληνικό πολιτισμό, επειδή είναι η βάση που φωτίζει τη συμπεριφορά και τη ζωή του ατόμου. Για το υπόλοιπο της ζωής μου θα ήθελα να επισκέπτομαι πιο συχνά την πατρίδα μου και να μένω παραπάνω και για τους ανθρώπους που θέλουν να μεταναστεύσουν, να το κάνουν γιατί θα δημιουργήσουν εμπειρίες που θα τους κάνουν πιο δυνατούς .                                                                     Σπηλιώτης Αλέξης του Αγγελή

 

Με λένε Άννα και γεννήθηκα το 1980 στη Ρουμανία, στις όχθες του ποταμού Δούναβη που χωρίζει την Ρουμανία από την Σερβία. Έχει γέφυρα πάνω στον Δούναβη. Επίσης έχει πάρα πολλά πάρκα με ψηλά και πολύχρωμα δέντρα. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη λεγόταν Δροπέτα. Το κλίμα είναι ζεστό με ήπιους χειμώνες. Τώρα είμαι 45 ετών και έφυγα από την χώρα μου όταν ήμουν 20 χρονών για λόγους κοινωνικούς και οικονομικούς. Έφυγα από την πατρίδα μου με τα πόδια, με τραίνο και αυτοκίνητο και ήταν πολύ δύσκολο. Ένιωσα το φόβο του άγνωστου και τη νοσταλγία και τώρα δεν θέλω να γυρίσω πίσω παρά μόνο για τις διακοπές, για να συναντήσω συγγενείς και φίλους. Στην αρχή με αντιμετώπισαν ως ξένη και με κατηγορούσαν γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι περπατούσα τρεις νύχτες και δεν ήξερα που πήγαινα. Τώρα είμαι χαρούμενη και ευτυχισμένη για την γνωριμία με τον άντρα της ζωής μου και τώρα έχω αποκτήσει δύο υπέροχα παιδιά μαζί του. Η απουσία των δικών μου ανθρώπων και των φίλων δεν με έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα, γιατί έχω μαζί μου τη μαμά μου, που με στηρίζει. Να τολμάς να κυνηγάς τη ζωή και τα όνειρά σου!                       Κανέλλος Νικολόπουλος

 

Όταν πρωτοέφτασα στην Ελλάδα, ένιωσα μια τεράστια ανακούφιση, αρχικά γιατί τα είχα καταφέρει και είχα ξεφύγει  από την Αλβανία και το καθεστώς του Χότζα, που δεν είχε καμία σχέση με ελευθερία. Αντιμετώπισα βέβαια πολλές δυσκολίες, γιατί αρχικά έμεινα στα ορεινά και δούλεψα ως βοσκός και ύστερα δούλευα στα χωράφια των Ελλήνων κάνοντας βαριές δουλειές και εισπράττοντας λίγα χρήματα. Η φτώχεια δεν ήταν διαφορετική στην Ελλάδα από την Αλβανία. Επίσης μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερα τα ελληνικά. Επιπλέον την εποχή εκείνη και για μεγάλο χρονικό διάστημα η λέξη Αλβανός χρησιμοποιούνταν ως βρισιά, ενώ στις ειδήσεις εμφάνιζαν τους αλβανούς σαν αιτία ανόδου της εγκληματικότητας. Έχω υποστεί προσβολές και ρατσισμό, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Στην πατρίδα μου δεν είχες ούτε τα απαραίτητα για να ζήσεις, οπότε το να μείνω στην Ελλάδα ήταν μονόδρομος.

Βέβαια σιγά-σιγά τα πράγματα εδώ άλλαξαν προς το καλύτερο και ειδικά από το 2000 και μετά όταν πια νομιμοποιήθηκα. Σήμερα η Αλβανία έχει αλλάξει πολύ. Όλοι οι μετανάστες στείλαμε χρήματα εκεί και βοηθήσαμε τις οικογένειές μας να βελτιώσουν τη ζωή τους. Η Αλβανία σήμερα έχει αναπτύξει τον τουρισμό και σήμερα οι νέοι δεν μεταναστεύουν πια.

Ο Τούρι θυμάται την βάπτισης του. Στην Αλβανία του Χότζα οι θρησκείες απαγορεύονταν  και γι΄ αυτό το καθεστώς προσπαθούσε να εξαλείψει τη θρησκεία από την αλβανική κοινωνία. Ωστόσο ορισμένοι Αλβανοί συνέχισαν να ασκούν την πίστη τους κρυφά με κίνδυνο να τιμωρηθούν αυστηρά, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οικογένειά μου. Εμείς ήμασταν μουσουλμάνοι, ωστόσο στην Ελλάδα, προκειμένου να γίνω αποδεκτός από την κοινωνία και να βοηθήσει αυτό στην νομιμοποίηση της παραμονής μου εδώ, βαφτίστηκα χριστιανός. Θυμάμαι λοιπόν πόσες μέρες το σκεφτόμουν και προσπαθούσαν να βρω τη δύναμη να το ανακοινώσω στη μητέρα μου. Όταν της το είπα μου είπε: "Κάνε ό,τι θες αγόρι μου αρκεί να πιστεύεις στον Θεόκαι να μην κάνεις κακό σε κανέναν". Έτσι βαφτίστηκα χριστιανός και εγώ και η γυναίκα μου  και πήρα το όνομα Παναγιώτης και πιστεύω στον Θεό, είτε τον λένε Αλλάχ, είτε τον λένε Χριστό και μετά βάπτισα και τα παιδιά μου.

Παρόλες της δυσκολίες που πέρασα δεν μετανιώνω για την απόφασή μου γιατί αυτό με βοήθησε να προκόψω να βοηθήσω τους γονείς μου και να δώσω στα παιδιά μου τα εφόδια που χρειάζονται για να πετύχουν στη ζωή τους. Έχω δύο κόρες η μία είναι φαρμακοποιός και η άλλη ψυχολόγος.

Θα έλεγα ότι η σχέσεις με αυτούς που έχω αφήσει πίσω επηρεάστηκαν μόνο προς το καλύτερο, γιατί  η απόσταση αυξάνει την επιθυμία να συναντηθούμε και όταν πηγαίνω στην Αλβανία κάνουμε μεγάλα γλέντια με τους φίλους και τους δικούς μας. Βέβαια κάποια τους φίλους μου έχουν έρθει και αυτή στην Ελλάδα οπότε βλεπόμαστε πιο συχνά. Προσπαθούμε να κρατάμε πολλά έθιμα από τη χώρα μας και να τα μεταδίδουμε και στα παιδιά μας και ταυτόχρονα έχουμε υιοθετήσει και πολλά ελληνικά έθιμα. Πρέπει να ξέρεις ότι πολλά έθιμα μοιάζουν, όπως μοιάζουν και τα παραδοσιακά μας τραγούδα. Φροντίζω επίσης να μη χαθεί η γλώσσα. Τα παιδιά μου μιλούν ελληνικά και αλβανικά.

Εγώ τώρα στην ηλικία που είμαι το μόνο που ονειρεύομαι είναι να πάρω τη σύνταξη μου για να μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο στην πατρίδα μου και επιθυμώ αυτό που κάθε γονιός επιθυμεί, να δω εγγονάκια από τις κόρες μου. Στους ανθρώπους που σκέφτονται να μεταναστέψουν, θέλω να πω, ότι πρέπει να έχουν μεγάλη δύναμη στην ψυχή τους.

Σμερνιώτη Σοφία

 

Ονομάζομαι Αφρίμ Σέχι και γεννήθηκα στην Αλβανία το 1970 σε ένα μικρό χωριό το Τσαφμουρ. Η περιοχή αυτή βρίσκεται στα βουνά και είναι ένα πολύ μικρό χωριό το οποίο είχε περίπου 7 σπίτια. Έφυγα από τη χώρα μου, όταν ήμουν 16 ετών και τώρα είμαι 45 ετών. Ο κύριος λόγος που πήρα αυτή την απόφαση ήταν κυρίως οικονομικός. Στην Ελλάδα ήρθα με τα πόδια και περπατούσα 5 μέρες, μέχρι που έφτασα στη Βέροια. Οι δυσκολίες τις οποίες πέρασα ήταν κυρίως καιρικές και ο φόβος που με κυριαρχούσε ήταν μήπως και με πιάσουν, διότι είχα μπει παράνομα στη χώρα. Ένιωθα μεγάλη στεναχώρια, επειδή άφησα πίσω τους γονείς μου και τα αδέρφια μου, σε μια τόσο μικρή ηλικία, για να έχω ένα καλύτερο τρόπο ζωής.

Θυμάμαι ένα βράδυ ψάχναμε πού θα μείνουμε και το πιο κοντινό σημείο που είχε στέγη ήταν ένας παλιός στάβλος. Είχαμε πέσει να κοιμηθούμε εγώ και αδερφός μου αλλά πού να ξέραμε ότι εκεί είχε ποντίκια... Το βράδυ που κοιμόμασταν ένα ποντίκι πήγε στο αυτί του αδερφού μου και άρχισε να τον τρώει...

Περάσαμε δύσκολα, αλλά τώρα είμαι περήφανος και ευτυχισμένος για την απόφαση αυτή και πιστεύω πως έκανα καλά. Τώρα θα προσπαθήσω να μην λείψει τίποτα στα παιδιά μου και να τους προσφέρω όλα όσα εγώ δεν είχα και να πετύχουν στη ζωή τους, ώστε να μην χρειαστεί να περάσουν όσα εγώ πέρασα.                                                                                                                                     Σεάνα Σέχι

Με λένε Άννα και γεννήθηκα στο Βelsh στην Αλβανία το 1981, που είναι ένα μικρό χωριό με πολλές λίμνες και ψηλά βουνά και ήταν λίγο φτωχό χωριό, αλλά τώρα έχει αναπτυχθεί αρκετά. Τώρα είμαι 44 ετών. Έφυγα από την Αλβανία με τα πόδια, στα 20 έγκυος στο 2001 για μία καλύτερη ζωή. Μετακινήθηκα με τα πόδια μαζί με τον άντρα μου. Την πρώτη φορά μας πιάσανε και μας στείλαν πίσω. Τη δεύτερη ξαναξεκινήσαμε και φτάσαμε μετά από 4 βράδια. Τη νύχτα ξεκινάγαμε και τη μέρα κρυβόμασταν. Τότε ένιωθα φόβο να μη μας πιάσουν και άγχος για την οικογένειά μου, γιατί δεν είχαμε επικοινωνία. Τώρα νιώθω χαρά, γιατί είμαι νόμιμη και έχω μία χαρούμενη οικογένεια. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω ήταν όταν με πιάσανε φαντάροι και μας κάνανε να γυρίσουνε πίσω με τη βία, με  ξύλο. Τώρα ονειρεύομαι να ανοίξω μια δικιά μου επιχείρηση και τα παιδιά μου να πετύχουν στη ζωή τους.                                                                                                                               Γιάννης Πολύδωρος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου